- λάκκα
- Ονομασία έξι οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 28 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις δυτικές απολήξεις των ορέων του Βάλτου, Α της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 30 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 46 χλμ. ΝΑ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίου.
3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 329 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στις βορειοανατολικές απολήξεις του Παναχαϊκού όρους, ΝΔ του Αιγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας. Παλαιότερα ονομαζόταν Γρόπα.
4. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 16 κάτ.) στη πρώην επαρχία Θυάμιδος του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηγουμενίτσης.
5. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 102 κάτ.) των Παξών. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού, στην ακτή. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παξών του νομού Κερκύρας.
6. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 401 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γιαννιτσών του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κύρρου. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Μπάμπιανη.
Ο οικισμός Λάκκα, στο βόρειο άκρο των Παξών.
* * *(I)η1. λάκκος, λακκούβα, μικρή κοιλότητα, κυρίως στο έδαφος2. ανοιχτό μέρος μέσα σε δάσος, ξέφωτο3. άδενδρος τόπος γύρω από δασώδεις εκτάσεις, ξάνοιγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λακκί + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. μαντρί: μάντρα)].————————(II)και λάκα, η (Μ λάκα)κολλώδες, ρητινώδες έκκριμα από το οποίο λαμβάνεται η γόμμα-λάκανεοελλ.1. χρωστική που λαμβάνεται με τη σταθεροποίηση ενός ευδιάλυτου οργανικού χρώματος, φυσικού ή συνθετικού, πάνω σε ένα εν γένει ανόργανο υπόστρωμα που είναι ένωση ενός μετάλλου2. χρώμα τελικής επίστρωσης ή βερνίκι που δημιουργεί λεπτό, σκληρό, ανθεκτικό και λείο υμένιο, παρόμοιο με εκείνο που δημιουργεί η κομμεορητίνη λάκκα3. κομμεορητίνη που λαμβάνεται από δένδρα τής Άπω Ανατολής και χρησιμοποιείται στη διακόσμηση αντικειμένων4. η λακ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. lacca < αραβ. lakk].
Dictionary of Greek. 2013.